- μιτό-εργος
μιτό-εργος ἄτρακτος, die den Faden bearbeitende Spindel, Leon. Tar. 9 (VI, 289).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μιτό-εργος ἄτρακτος, die den Faden bearbeitende Spindel, Leon. Tar. 9 (VI, 289).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μιτοεργός — μιτοεργός, όν (Α) (για το αδράχτι) αυτός που χειρίζεται τον μίτο, την κλωστή τού στημονιού («τὸν μιτοεργὸν άειδίνητον ἄτρακτον», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μίτος + εργός (< ἔργον), πρβλ. λιθο εργός] … Dictionary of Greek