νιτρῖτις

νιτρῖτις

νιτρῖτις, ιδος, ἡ, γῆ, νίτρον enthaltend, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νιτρίτις — νιτρῑτις, ίτιδος, ἡ (Α) λίμνη που περιέχει νίτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νίτρον + επίθημα ῖτις (πρβλ. σελην ίτις)] …   Dictionary of Greek

  • νιτρῖτις — producing fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νιτρῖτιν — νιτρῖτις producing fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νίτρο — Κοινή ονομασία του νιτρικού οξέος. Βλ. λ. νιτρικό οξύ. * * * το (ΑΜ νίτρον) νεοελλ. (ορυκτ.) γενική ονομασία τριών φυσικών νιτρικών ορυκτών, δηλαδή τού κανονικού νίτρου ή νιτρικού καλίου, τού νίτρου τής Χιλής ή κυβικού νατρίου ή νιτρικού νατρίου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”