νιτρία

νιτρία

νιτρία, , ein Ort, wo νίτρον gegraben wird, Strab. (?)


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νιτρία — νιτρίᾱ , νιτρία soda pit fem nom/voc/acc dual νιτρίᾱ , νιτρία soda pit fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νιτρίᾳ — νιτρίᾱͅ , νιτρία soda pit fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νιτρία — Βαθύπεδο της Αιγύπτου, που βρίσκεται περίπου 100 χλμ. ΒΔ του Καΐρου. Οι Αιγύπτιοι το ονομάζουν Ουάντι Νατρούν. Στο βαθύπεδο αυτό υπάρχουν δεκάδες αλμυρές λίμνες, που επικοινωνούν υπόγεια με τον Νείλο και γεμίζουν νερά όταν αυτός πλημμυρίζει, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • νιτρίας — νιτρίᾱς , νιτρία soda pit fem acc pl νιτρίᾱς , νιτρία soda pit fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νιτρίαι — νιτρίᾱͅ , νιτρία soda pit fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νιτρίαν — νιτρίᾱν , νιτρία soda pit fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νιτρίαις — νιτρία soda pit fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PIRATAE — Graece Πειραταὶ, populi nomen Ptolemaeo, qui urbes eorum tam maritimas, quam mediterraneas, recensens, in eorum regione Nitrias quoque emporium collocat, a quo non longe Muzirim emporium, quod proin non expetendum censet. Plin. propter vicinos,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • θεόφιλος — I (4ος αι. π.Χ.). Ποιητής της Μέσης κωμωδίας. Διασώθηκαν οι τίτλοι οκτώ κωμωδιών του: Ιατρός, Παγκράτεια, Βοιωτία, Νεοπτόλεμος, Επιδαύριος, Προιτίδες, Απόδημος και Φίλαυλος. Ο προτελευταίος και τελευταίος τίτλος αναφέρονται, αντίστοιχα, στα… …   Dictionary of Greek

  • νίτρο — Κοινή ονομασία του νιτρικού οξέος. Βλ. λ. νιτρικό οξύ. * * * το (ΑΜ νίτρον) νεοελλ. (ορυκτ.) γενική ονομασία τριών φυσικών νιτρικών ορυκτών, δηλαδή τού κανονικού νίτρου ή νιτρικού καλίου, τού νίτρου τής Χιλής ή κυβικού νατρίου ή νιτρικού νατρίου… …   Dictionary of Greek

  • νιτριώτης — νιτριώτης, ὁ (Α) [νιτρία] φρ. «νιτριώτης νομός» τόπος στην Αίγυπτο όπου υπήρχαν ορυχεία νίτρου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”