- νιτρο-πηγικός
νιτρο-πηγικός, ή, όν, das Gewinnen des Natrums betreffend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νιτρο-πηγικός, ή, όν, das Gewinnen des Natrums betreffend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νιτροπηγικός — νιτροπηγικός, ή, όν (Α) κατασκευασμένος από παγωμένο νίτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νίτρον + πήγνυμι (πρβλ. ναυ πηγικός)] … Dictionary of Greek