- πότημα
πότημα, τό, das Getrunkene, Hippocr. u. Sp., wie LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πότημα, τό, das Getrunkene, Hippocr. u. Sp., wie LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πότημα — flight neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πότημα — (I) ήματος, τὸ, Α το πέταγμα («ὑπέρ τε πόντον ἀπτέροις ποτήμασιν ἦλθον διώκουσ », Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ποτ τής ετεροιωμένης βαθμίδας τής ρίζας τού πέτομαι* + κατάλ. ημα]. (II) ήματος, τὸ, ΝΜΑ καθετί που πίνεται, ποτό νεοελλ. υγρό φάρμακο… … Dictionary of Greek
ποτημάτων — πότημα flight neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτήμασι — πότημα flight neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτήμασιν — πότημα flight neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτήματα — πότημα flight neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτήματι — πότημα flight neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτήματος — πότημα flight neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποτηματοποιός — όν, Α αυτός που παρασκευάζει ποτά («γαλακτουργοὺς τρεῑς καὶ δέκα, ποτηματοποιούς ἑπτακαίδεκα», Παρμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πότημα (Ι), ήματος + ποιός*] … Dictionary of Greek