- μετριο-πότης
μετριο-πότης, ὁ, ein mäßiger Trinker, mäßig trinkend, Xen. Apol. 19; Superl. μετριοποτίστατος, Poll. 6, 20.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετριο-πότης, ὁ, ein mäßiger Trinker, mäßig trinkend, Xen. Apol. 19; Superl. μετριοποτίστατος, Poll. 6, 20.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετριοπότης — μετριοπότης, ὁ (Α) αυτός που πίνει με μέτρο, με μέτριο τρόπο, μετρημένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέτριος + πότης (< πότης < πίνω), πρβλ. οινο πότης] … Dictionary of Greek