- μεσήτιος
μεσήτιος, f. L. für μεσίδιος, Arist. Pol. 5, 6; Hesych. führt μεσητίοισι = μέσοις an.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεσήτιος, f. L. für μεσίδιος, Arist. Pol. 5, 6; Hesych. führt μεσητίοισι = μέσοις an.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεσήτιος — μεσήτιος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) μέσος … Dictionary of Greek
μεσητίοισι — μεσήτιος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)