- μεσίδιος
μεσίδιος, poet, μεσσίδιος, in der Mitte stehend, vermittelnd, Arist. Pol. 5, 6, δικασταί Eth. 5, 4; die poet. Form führt Hesych. an.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεσίδιος, poet, μεσσίδιος, in der Mitte stehend, vermittelnd, Arist. Pol. 5, 6, δικασταί Eth. 5, 4; die poet. Form führt Hesych. an.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεσίδιος — μεσίδιος, ποιητ. τ. μεσσίδιος, ία, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται στο μέσο, ο μεσαίος 2. φρ. «δικαστής μεσίδιος» ο μεσίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέσος + κατάλ. ίδιος (πρβλ. ορθρ ίδιος, πτερ ίδιος). Για τον τ. με δύο σ βλ. λ. μέσος] … Dictionary of Greek
μεσιδίους — μεσίδιος masc acc pl μεσιδιόω deposit with imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσσίδιος — μεσίδιος masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσίδιον — object deposited neut nom/voc/acc sg μεσίδιος masc acc sg μεσίδιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέσος — η, ο(ν) (ΑM μέσος, η, ον, Α επικ. τ. μέσσος, βοιωτ. και κρητ. τ. μέττος) 1. (τοπ. και χρον.) αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ακραίων ορίων ή μεταξύ αρχής και τέλους, μεσαίος, κεντρικός, μεσιανός 2. το κεντρικό σημείο πράγματος, το μεσαίο σημείο… … Dictionary of Greek
μεσίδιον — μεσίδιον, τὸ (Α) μεσεγγύημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. τού επιθ. μεσίδιος*] … Dictionary of Greek
μεσιδιώ — μεσιδιῶ, και μεσειδιῶ, όω (Α) [μεσίδιος] καταθέτω μεσεγγύημα … Dictionary of Greek
μεσσίδιος — (Α) βλ. μεσίδιος … Dictionary of Greek
Αλευάδαι/-ες — Η πιο φημισμένη στην αρχαιότητα ηγεμονική οικογένεια της Θεσσαλίας, που θεωρούσε γενάρχη της τον εγγονό του Ηρακλή, Αλεύα. Αυτόν ακριβώς ανέφεραν τόσο ο ιστορικός Ελλάνικος όσο και ο Αριστοτέλης (σε έργα του που δεν διασώθηκαν) ως θεμελιωτή της… … Dictionary of Greek
μεσιδίῳ — μεσίδιον object deposited neut dat sg μεσίδιος masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)