- μεσίτρια
μεσίτρια, ἡ, = Vor., VLL. nach Hdn. π. διχρ. μεσήτρια.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεσίτρια, ἡ, = Vor., VLL. nach Hdn. π. διχρ. μεσήτρια.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεσίτρια — η (Μ μεσίτρια) βλ. μεσίτης … Dictionary of Greek
μεσίτης — (I) ο, θηλ. μεσίτρια και μεσίτρα (ΑM μεσίτης, Α θηλ. μεσῑτις, ιδος, Μ θηλ. μεσίτρια και μεσίτρα και μεσίτισσα) αυτός που παρεμβαίνει ή μεσολαβεί μεταξύ δύο προσώπων ή ομάδων με σκοπό τον συμβιβασμό, τη σύναψη συμφωνίας ή τη συμφιλίωση («διαταγεὶς … Dictionary of Greek