- μεσ-έρκειος
μεσ-έρκειος, mitten in der Wohnung, Ζεύς, = ἑρκεῖος, Schol. Il. 16, 231; auch μεσέρκιος, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεσ-έρκειος, mitten in der Wohnung, Ζεύς, = ἑρκεῖος, Schol. Il. 16, 231; auch μεσέρκιος, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεσέρκειος — και, κατά τον Ησύχ., μεσέρκιος και μεσάρκειος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται μέσα στο έρκος, δηλαδή μέσα από τον φράχτη, ή στην οικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + ἔρκειος (< ἔρκος «φράχτης»)] … Dictionary of Greek