- μεσ-άγκωνες
μεσ-άγκωνες, οἱ, in Mathem. vett. ein Stück an den Wurfmaschinen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεσ-άγκωνες, οἱ, in Mathem. vett. ein Stück an den Wurfmaschinen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παραγκωνίζω — ΝΑ 1. (ενεργ. και μέσ.) απωθώ κάποιον με τους αγκώνες μου, απομακρύνω κάποιον σπρώχνοντάς τον με τους αγκώνες μου 2. μτφ. παραμερίζω αυτόν που αποτελεί εμπόδιο στην πραγματοποίηση τών σκοπών μου, υποσκελίζω κάποιον προκειμένου να αναδειχθώ αρχ. 1 … Dictionary of Greek
εξαγκωνιάζομαι — (Μ ἐξαγκωνιάζω και ξαγκωνιάζω) νεοελλ. (μόνο το μέσ.) έχω τους αγκώνες έξω από κάποια τρύπα στα ρούχα μου, είναι τα ρούχα μου τρύπια στους αγκώνες μσν. δένω κάποιον πισθάγκωνα … Dictionary of Greek
περικρούω — Α 1. κρούω, χτυπώ κάποιον ή κάτι ολόγυρα 2. (ειδικά) χτυπώ πήλινο ή μετάλλινο αγγείο από όλες τις πλευρές για να διαπιστώσω από τον ήχο του αν είναι σπασμένο ή όχι («εἴ πή τι σαθρὸν ἔχει, πᾱν περικρούωμεν», Πλάτ.) 3. (κυρίως το παθ.) περικρούομαι … Dictionary of Greek
τρίβω — έτριψα, τρίφτηκα, τριμμένος 1. μαλάζω κάτι μετακινώντας πάνω του άλλο σώμα: Τρίβω το γόνατο με το χέρι. 2. βγάζω με την τριβή, αποσπώ: Τρίβω το καλαμπόκι. 3. καθαρίζω: Τρίβει τα τζάμια. 5. συντρίβω, κάνω σκόνη, αλέθω: Τρίβω πιπέρι. 6. (για ρούχα) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)