- μεσ-άκτιος
μεσ-άκτιος, = Folgdm, Schol. Aesch. a. a. O.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεσ-άκτιος, = Folgdm, Schol. Aesch. a. a. O.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παράκτιος — α, ο / παράκτιος, ία, ον, θηλ. και ος, ΝΑ αυτός που βρίσκεται κοντά στην ακτή νεοελλ. φρ. α) «παράκτιοι οργανισμοί» βιολ. οργανισμοί που ζουν στις παράκτιες περιοχές και υφίστανται την επίδραση τής παλίρροιας β) «παράκτιος πυρετός» (κτηνιατρ.)… … Dictionary of Greek