μισθάριον

μισθάριον

μισθάριον, τό, dim. von μισϑός; Ar. Vesp. 300; Lucill. 4 (XI, 154).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μισθάριον — small fee neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισθαρίου — μισθάριον small fee neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισθαρίων — μισθάριον small fee neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισθάρια — μισθάριον small fee neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισθάριο(ν) — το (Α μισθάριον) [μισθός] 1. μικρός, πενιχρός μισθός 2. εξευτελιστική πληρωμή …   Dictionary of Greek

  • μισθός — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα για τον χαρακτηρισμό της αμοιβής της εξαρτημένης εργασίας. Με την έννοια αυτή ο όρος έχει ευρύτερη σημασία από αυτήν με την οποία χρησιμοποιείται στην κοινή γλώσσα. Πράγματι, περιλαμβάνει, εκτός από …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”