- μεσο-μηνία
μεσο-μηνία, ἡ, die Mitte des Monats, Idus, Laur. Lyd. de mens.; auch μεσομήνιον, τό.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεσο-μηνία, ἡ, die Mitte des Monats, Idus, Laur. Lyd. de mens.; auch μεσομήνιον, τό.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υστερομηνία — και θεσσαλ. τ. ύστερομειννία και βοιωτ. τ. οὑστερομεινία, ἡ, Α η τελευταία ημέρα τού μήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + μηνία (< μηνος < μήν, μηνός), πρβλ. μεσο μηνία] … Dictionary of Greek
μεσομηνία — μεσομηνία, ἡ (Α) το μέσο τού μήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + μηνία (< μήνη «σελήνη»), πρβλ. νου μηνία] … Dictionary of Greek