πότισμα

πότισμα

πότισμα, τό, der Trank, Diosc.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πότισμα — draught neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πότισμα — ίσματος, το, ΝΜΑ [ποτίζω] η πράξη και το αποτέλεσμα τού ποτίζω (α. «το πότισμα τού κήπου» β. «όταν γυρίσουν τα ζώα από το πότισμα, να τούς δώσετε να φάνε») νεοελλ. η τεχνητή παροχή νερού σε καλλιεργημένη γη ή σε φυτά, η άρδευση …   Dictionary of Greek

  • πότισμα — το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του ποτίζω: Τα λουλούδια θέλουν συχνά πότισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ποτίσμασιν — πότισμα draught neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτίσματα — πότισμα draught neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτίσματι — πότισμα draught neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτίσματος — πότισμα draught neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτιστήρι — το / ποτιστήριον, ΝΜΑ 1. μέρος όπου γίνεται το πότισμα τών ζώων 2. μέσο ή όργανο που χρησιμοποιείται για το πότισμα τών ζώων νεοελλ. 1. κυλινδρικό μεταλλικό ή πλαστικό δοχείο που προορίζεται για το πότισμα ή το κατάβρεγμα τών λαχανικών και τών… …   Dictionary of Greek

  • ποτιστικός — ή, ό, Ν [ποτίζω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πότισμα 2. αυτός διά μέσου τού οποίου γίνεται το πότισμα («ποτιστικά εργαλεία») 3. (για λαχανικά και καρποφόρα δέντρα) αυτός που χρειάζεται πότισμα για να αναπτυχθεί («ποτιστικές ντομάτες») 4 …   Dictionary of Greek

  • άρδευση — Η τεχνητή προσαγωγή νερού στις καλλιέργειες, απαραίτητη για την ανάπτυξη των φυτών, ώστε να συμπληρωθεί το έλλειμμα που προέρχεται από την ανεπάρκεια των ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων. Για την ά. χρησιμοποιούνται νερά που προέρχονται από πηγές,… …   Dictionary of Greek

  • ανθοκομία — Η καλλιέργεια φυτών, τα οποία για την ιδιαίτερη ομορφιά κάποιου μέρους τους (άνθος, εντυπωσιακό φύλλωμα κλπ.) χρησιμοποιούνται ως καλλωπιστικά. Η καλλιέργειά τους μπορεί να γίνεται σε μεγάλη κλίμακα και να πάρει μάλιστα καθαρά βιομηχανικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”