- μεσ-ημβρίζω
μεσ-ημβρίζω, = μεσημβριάζω; Strab. XV, 694 u. Ios.; Nonn. sagt D. 10, 142 μεσημβρίζουσα ἱμάσϑλη ἠελίοιο.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεσ-ημβρίζω, = μεσημβριάζω; Strab. XV, 694 u. Ios.; Nonn. sagt D. 10, 142 μεσημβρίζουσα ἱμάσϑλη ἠελίοιο.
http://www.zeno.org/Pape-1880.