- μεσο-κνήμιον
μεσο-κνήμιον, τό, die halbe Wade, Strab. XV, 734.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεσο-κνήμιον, τό, die halbe Wade, Strab. XV, 734.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεσοκνήμιο — το (Α μεσοκνήμιον) το μέσο τής κνήμης («χιτὼν ἕως μεσοκνημίου διπλοῡς», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + κνήμιο (< κνήμη), πρβλ. γαστρο κνήμιον] … Dictionary of Greek