- μεσο-νύκτιος
μεσο-νύκτιος, mitternächtig, mitten in der Nacht; μεσονύκτιον δεξαμένη, Pind. I. 6, 5; Eur. Hec. 914; ὧραι, Anacr. 31, 1; τὸ μ., Mitternacht, Arist. probl. 26, 18 u. A.; s. Lob. zu Phryn. p. 53.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεσο-νύκτιος, mitternächtig, mitten in der Nacht; μεσονύκτιον δεξαμένη, Pind. I. 6, 5; Eur. Hec. 914; ὧραι, Anacr. 31, 1; τὸ μ., Mitternacht, Arist. probl. 26, 18 u. A.; s. Lob. zu Phryn. p. 53.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισονύκτιος — ἰσονύκτιος, ον (Α) 1. αυτός που έχει νύχτες ίσες κατά διάρκεια με τις ημέρες, ισόμερος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσονύκτιον η ισονυκτία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + νύκτιος (< νύξ, νυκτός), πρβλ. ακρο νύκτιος, μεσο νύκτιος] … Dictionary of Greek
ολονύχτιος — και ολονύκτιος α, ο (ΑΜ ὁλονύκτιος, ον) αυτός που διαρκεί όλη τη νύχτα μσν. (το ουδ. ως επίρρ.) ὁλονυκτιον ολονυχτίς. επίρρ... ολονυχτίως και ολονυκτίως καθ όλη τη νύχτα, ολονυχτίς. [ΕΤΥΜΟΛ. Ὁλο νύκτιος < ὁλ(ο) * + νύκτιος (< νύξ, νυκτός),… … Dictionary of Greek
μεσονύκτιος — και μεσονύχτιος α, ο (ΑM μεσονύκτιος, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μέσο τής νύχτας ή που συμβαίνει κατά τα μεσάνυχτα («μεσονυκτίοις ποθ ὥραις», Αριστοτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. βλ. μεσονύκτιο αρχ. 1. (το ουδ. ως χρον. επίρρ.) μεσονύκτιον… … Dictionary of Greek