μισθό-δωρος

μισθό-δωρος

μισθό-δωρος, = μισϑοδότης, Eubu lides bei Ath. X, 437 d.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φωτόδωρος — ον, Α εκκλ. φωτοδότης («φωτόδωρος παραίνεσις», Διον. Αρεοπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + δωρος (< δῶρον), πρβλ. μισθό δωρος, ὀλβιό δωρος] …   Dictionary of Greek

  • φιλόδωρος — ον, Α 1. γενναιόδωρος 2. αυτός που παρέχει κάτι με αφθονία («φιλόδωρος εύμενείας, άδωρος δυσμενείας», Πλάτ.) 3. αυτός που τού αρέσει να παίρνει δώρα 4. (για ενέργειες) αυτός που χαρακτηρίζεται από γενναιοδωρία («τῶν δόντα τι τῶν ἰδίων καὶ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”