- μισθωτός
μισθωτός, gemiethet, um Lohn gedungen, Söldling; καὶ ϑῆτες, Plat. Polit. 290 a; ἐπίκουροι, Rep. IV, 419 u. öfter; comic. bei Ath. oft u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μισθωτός, gemiethet, um Lohn gedungen, Söldling; καὶ ϑῆτες, Plat. Polit. 290 a; ἐπίκουροι, Rep. IV, 419 u. öfter; comic. bei Ath. oft u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μισθωτός — hired masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθωτός — και μιστωτός, ή, ό (ΑΜ μισθωτός, ή, όν, Μ και μιστωτός, ή, όν) [μισθώνω] αυτός που εισπράττει μισθό για την εργασία την οποία παρέχει, έμμισθος υπάλληλος ή εργάτης νεοελλ. (νομ.) (στη μίσθωση εργασίας) ο εκμισθωτής, δηλαδή αυτός που είναι… … Dictionary of Greek
μισθωτός — ο θηλ. ή αυτός που πληρώνεται με μισθό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μισθωτόν — μισθωτός hired masc acc sg μισθωτός hired neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθωτοῖς — μισθωτός hired masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθωτοί — μισθωτός hired masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθωτούς — μισθωτός hired masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθωτῆς — μισθωτός hired fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθωτέ — μισθωτός hired masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθωτῷ — μισθωτός hired masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθωτώ — μισθωτός hired masc/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)