- μεσ-ουράνιος
μεσ-ουράνιος, mitten am Himmel; Arist. meteor. 3, 6; oft bei Maneth.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεσ-ουράνιος, mitten am Himmel; Arist. meteor. 3, 6; oft bei Maneth.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισουράνιος — ἰσουράνιος, ία, ον (Α) αυτός που φθάνει ώς τον ουρανό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ουράν ιος (< ουρανός), πρβλ. επ ουράνιος, μεσ ουράνιος] … Dictionary of Greek
μεσουράνιος — α, ο (Α μεσουράνιος, ον) (για ουράνιο σώμα) αυτός που βρίσκεται στο μέσο τού ουρανού νεοελλ. (ο πληθ. τού ουδ. ως ουσ.) τα μεσουράνια το μέσο τού ουρανού, τα μεσούρανα αρχ. (ο εν. τού ουδ. ως ουσ.) τὸ μεσουράνιον η θέση τού Ηλίου στο μέσο τού… … Dictionary of Greek
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek
κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… … Dictionary of Greek