- μεσο-στάτης
μεσο-στάτης, ὁ, der in der Mitte steht, Mathem. vett.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεσο-στάτης, ὁ, der in der Mitte steht, Mathem. vett.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οδοστάτης — ὁδοστάτης, ὁ (Μ) 1. αυτός που φυλάει τους δρόμους, ο οδοφύλακας 2. αυτός που ενεδρεύει στους δρόμους, ληστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδός + στάτης (< θ. στα τού ἵστημι, πρβλ. στα τός), πρβλ. μεσο στάτης, χορο στάτης] … Dictionary of Greek
ορθοστάτης — ο (Α ὀρθοστάτης) κάθε κατακόρυφο στήριγμα με το οποίο συγκρατείται κάτι όρθιο, δοκός, πάσσαλος νεοελλ. (παλαιότερα) δίφωτος, τρίφωτος ή τετράφωτος λύχνος προσαρμοσμένος σε μικρό στύλο, λυχνοστάτης αρχ. 1. κίονας, στύλος 2. επιτύμβιο μνημείο με… … Dictionary of Greek
μεσοστάτης — μεσοστάτης, ὁ (Α) αυτός που στέκεται στο μέσο, ο μεσαίος στύλος ή παραστάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + στάτης (< θ. στα τού (ἵστημι, πρβλ. στα τός), πρβλ. ιερο στάτης, χορο στάτης] … Dictionary of Greek
μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
επιστάτης — ο (θηλ. επιστάτρια και επιστάτισσα) (AM ἐπιστάτης, ὁ θηλ. ἐπιστάτις) αυτός που επιτηρεί, εποπτεύει και φροντίζει κάτι νεοελλ. 1. ο υπεύθυνος για την καθαριότητα κτηρίου (κυρίως σχολείου) 2. φρ. «επιστάτης κτήματος» ο υπεύθυνος για την καλλιέργεια … Dictionary of Greek