πότ

πότ

πότ, abgekürztes ποτί, dor. = πρός, wie es scheint, nur vor dem Artikel gebraucht, πὸτ τῶ, πὸτ τόν, πὸτ τήν, πὸτ τώς, πὸτ τό, πὸτ τά u. ä., Ar. Ach. 732. 751. 783, Theocr. 15, 70; πὸτ τάδε, in lacedämonischen Staatsschriften, Thuc. 5, 77. 79; oft wird es mit dem Artikel in einem Worte geschrieben, ποττῶ, ποττάν u. ä., vgl. Koen Greg. Cor. 233 u. Buttm. auss. gr. Gramm. II p. 297.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Ποτ, νόσος του- — O εντοπισμός φυματίωσης στη σπονδυλική στήλη. Η νόσος, που αναγνωρίστηκε πρώτα από τον Άγγλο χειρουργό Πέρσιβαλ Ποτ (1713 – 1788), προσβάλλει συχνότερα την παιδική ηλικία και καταστρέφει έναν ή περισσότερους γειτονικούς σπονδύλους, των οποίων η… …   Dictionary of Greek

  • ποτ — (I) Ν άκλ. (στα χαρτοπαίγνια πόκερ και μάους) το ποσό τών χρημάτων που ποντάρει κάθε παίκτης προτού μοιραστούν τα χαρτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pot «δοχείο»]. (II) το, Ν άκλ. μονάδα όγκου διαφόρων χωρών, με διαφορετική ισοδυναμία σε λίτρα στην κάθε …   Dictionary of Greek

  • ποτ' — ποτᾰ , ποτέ aeolic (enclitic indeclform particle) ποτε , ποτέ enclitic indeclform (particle) ποτά̱ , ποτή flight fem nom/voc/acc dual ποτά̱ , ποτή flight fem nom/voc sg (doric aeolic) ποταί , ποτή flight fem nom/voc pl ποτά , ποτόν drunk neut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πότ' — πότε , πότε when? at what time? indeclform (interrog) πότα , πότης drinker masc voc sg πότα , πότης drinker masc nom sg (epic) πότι , πότης drinker fem voc sg πόται , πότης drinker masc nom/voc pl πότᾱͅ , πότης drinker masc dat sg (doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτ-πουρί — το, Ν 1. μουσ. α) σειρά από μελωδίες παρμένες από όπερες ή οπερέτες συνδεδεμένες μεταξύ τους κατά τρόπο αυθαίρετο β) σειρά από κουπλέ ή ρεφραίν παρμένα από διαφορετικά τραγούδια 2. μτφ. συνονθύλευμα, σύνολο από ποικιλόμορφα πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • Ἔσσεται ἦμαρ, ὅτ’ ἂν ποτ’ ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρὴ. — ἔσσεται ἦμαρ, ὅτ’ ἂν ποτ’ ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρὴ. См. До поры до времени …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Καμπότζη — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Καμπότζης Έκταση: 181.040 τ. χλμ. Πληθυσμός: 12.775.324 (2002) Πρωτεύουσα: Πνομ Πενχ (999.804 κάτ. το 1998)Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας, στη χερσόνησο της Ινδοκίνας. Συνορεύει στα Δ και στα ΒΔ με την Ταϊλάνδη,… …   Dictionary of Greek

  • -ισμένος — η, ο παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. τού παθ. παρακμ. μένος (πρβλ. λυ μένος, πλυ μένος) από το θ. σε ισ τού αορ. τών ρ. σε ίζω (πρβλ. πότ ισ α: ποτ ισ μένος, τά ϊσ α: τα ϊσ μένος). Χρησιμοποιήθηκε αναλογικά και στη μτχ. τού παθ. παρακμ. και άλλων ρ …   Dictionary of Greek

  • ποτί — και βοιωτ. τ. πόδ και πόκ και ποί και κατ αποκοπήν ποτ και πος Α πρόθ. (δωρ. τ.) προς. [ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. και αιολ. τ. ισοδύναμος με την πρόθεση πρός*, προτί, που αντιστοιχεί με αβεστ. paiti, αρχ. περσ. patiy «απέναντι, εναντίον, κοντά», καθώς και με… …   Dictionary of Greek

  • Liste griechischer Phrasen/Tau — Tau Inhaltsverzeichnis 1 τὰ ἑπτὰ θεάματα τῆς οἰκουμένης …   Deutsch Wikipedia

  • πότε — Ν ΜΑ, και ιων. τ. κότε και δωρ. τ. πόκα και αιολ. τ. πότα Α Ι. (ως ερωτ. χρον. μόριο σε ευθείες και πλάγιες ερωτήσεις) 1. σε ποια χρονική στιγμή, κατά ποιο χρόνο ή σε ποια περίπτωση; (α. «πότε έρχεται το αεροπλάνο;» β. «πότε θα φύγει;» γ. «πότε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”