- μεσο-πόλιος
μεσο-πόλιος, dazwischen grau, halbgrau, mit Grau gemischt, Sp. Vgl. μεσαιπόλιος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεσο-πόλιος, dazwischen grau, halbgrau, mit Grau gemischt, Sp. Vgl. μεσαιπόλιος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ολοπόλιος — ὁλοπόλιος, ον (Μ) αυτός που έχει όλες τις τρίχες του λευκές, κατά . λευκος, κάτασπρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + πολιός «γκρίζος», (πρβλ. μεσο πόλιος)] … Dictionary of Greek
μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… … Dictionary of Greek
πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… … Dictionary of Greek
καλυπτήρας — ο (Α καλυπτήρ, ῆρος) [καλύπτω] το μέσο με το οποίο καλύπτεται κάτι, κάλυμμα, σκέπασμα αρχ. 1. περίβλημα, περικάλυμμα, περιτύλιγμα 2. επικάλυμμα, επίθεμα, πώμα («ἐπάνω δὲ τῆς θήκης ἐπετίθετο καλυπτὴρ χρυσοῦς», Διόδ.) 3. θήκη, θηκάρι 4. στον πληθ.… … Dictionary of Greek