- μεσο-πόρφυρος
μεσο-πόρφυρος, mit Purpur gemischt, dazwischen purpurn, Plut. Arat. 53, D. Cass. 78, 3 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεσο-πόρφυρος, mit Purpur gemischt, dazwischen purpurn, Plut. Arat. 53, D. Cass. 78, 3 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεσοπόρφυρος — μεσοπόρφυρος, ον (Α) 1. αυτός που είναι πορφυρός στο μέσο, που έχει πορφυρές σειρές 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μεσοπόρφυρα ενδύματα με πορφυρά τμήματα, με πορφυρές γραμμές («καὶ τὰ περιπόρφυρα καὶ τὰ μεσοπόρφυρα», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + … Dictionary of Greek