μισγ-άγκεια

μισγ-άγκεια

μισγ-άγκεια, , eine Bergschlucht, wo die Bergströme von allen Seiten zusammenlaufen u. sich vermischen, Il. 4, 453, dem folgdn χαράδρα entsprechend.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • συνάγκεια — η, ΝΑ νεοελλ. διεθν. δίκ. η γραμμή που ακολουθεί ο μέσος ρους ποταμού ως σύνορο δύο παρόχθιων κρατών αρχ. κοίλος τόπος, φαράγγι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + άγκεια (< αγκης < ἄγκος «ορεινή κοιλάδα»), πρβλ. ευάγκεια, μισγ άγκεια)] …   Dictionary of Greek

  • μισγάγκεια — η (Α μισγάγκεια) η κατά μήκος μιας ποτάμιας κοίτης νοητή γραμμή που συνδέει όλα τα σημεία με το μέγιστο βάθος και διά μέσου τής οποίας γίνεται η ροή τού νερού αρχ. 1. τόπος όπου συναντώνται δύο ή περισσότερες κοιλάδες και όπου συγκεντρώνονται τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”