- μεσεγγύωμα
μεσεγγύωμα, τό, s. μεσεγγύημα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεσεγγύωμα, τό, s. μεσεγγύημα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεσεγγύωμα — μεσεγγύωμα, ατος, τὸ (Α) βλ. μεσεγγύημα … Dictionary of Greek
μεσεγγύημα — το (Α μεσεγγύημα και μεσεγγύωμα) [μεσεγγυώ] το διεκδικούμενο κινητό ή ακίνητο στοιχείο ή και το ποσό χρημάτων που παραδίδεται σε τρίτο άτομο μέχρι την επίλυση τής διαφοράς ανάμεσα σε αυτούς που τό διεκδικούν … Dictionary of Greek