- μεσ-αύλη
μεσ-αύλη, ἡ, nur Vitruv. 6, 10. S. μέσαυλος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεσ-αύλη, ἡ, nur Vitruv. 6, 10. S. μέσαυλος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μέσαυλος — μέσαυλος, ον (ΑM, Α επικ. τ. μέσσαυλος, ον, αττ. τ. μέταυλος, ον) το θηλ. ως ουσ. ἡ μέταυλος (ενν. θύρα) πόρτα μεταξύ τής αυλής και τού εσωτερικού τμήματος τού σπιτιού η οποία οδηγούσε από την αυλή προς τα δωμάτια τών γυναικών ή πολύ συχνά μέσω… … Dictionary of Greek
Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… … Dictionary of Greek
Uncial 0171 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 0171 Text … Wikipedia
θύραυλος — θύραυλος, ον (Α) αυτός που αυλίζεται στο ύπαιθρο, που διαμένει στο ύπαιθρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + αυλος (< αυλή), πρβλ. μέσ αυλος, όμ αυλος] … Dictionary of Greek
μεσαίωνας — Ονομάζεται γενικά Μ. η περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας, που ορίζεται από την κατάλυση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (476) και την ανακάλυψη της Αμερικής (1492). Σχετικά με τη χρονολογική οροθέτηση του Μ. έχουν υποστηριχθεί και άλλες απόψεις … Dictionary of Greek
παραυλίζω — Α [πάραυλος (Ι)] 1. βρίσκομαι κοντά, γειτονεύω («παραυλίζουσα πέτρα Μακραῑς», Ευρ.) 2. μένω κοντά, κατοικώ πλησίον 3. μέσ. διανυκτερεύω στην ίδια αυλή, μένω κοντά σε κάποιον, ιδίως ως φρουρός του («παραυλίζονται οί δορυφόροι τοῑς βασιλείοις»,… … Dictionary of Greek
περίαυλον — τὸ, ΜΑ το περιαύλιο, ο περίβολος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + αυλον (< αὐλή), πρβλ. μέσ αυλον] … Dictionary of Greek
προαύλιος — ον, Α αυτός που βρίσκεται μπροστά από τον χώρο τής αυλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + αὐλή (πρβλ. μεσ αύλιος)] … Dictionary of Greek
φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… … Dictionary of Greek