μεσό-κοπος

μεσό-κοπος

μεσό-κοπος, von mittlerem Schlage, mittlerer Größe, Stärke; neben πεπαίτερος, Xenarch. bei Ath. XIII, 569 b; vgl. Cratin. in B. A. 108.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λυσίκοπος — λυσίκοπος, ον (Α) αυτός που απαλλάσσει από κόπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι * + κοπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. μεσό κοπος, υπέρ κοπος] …   Dictionary of Greek

  • ολόκοπος — ὁλόκοπος, ον (Α) χοντροκοπανισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + κόπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. μεσό κοπος, νεό κοπος] …   Dictionary of Greek

  • πρωτόκοπος — ον, Α (για χόρτο) αυτός που κόπηκε για πρώτη φορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + κοπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. μεσό κοπος] …   Dictionary of Greek

  • νεόκοπος — και νιόκοπος, η, ο (Α νεόκοπος, ον) 1. αυτός που κόπηκε πριν από λίγο, φρεσκοκομμένος 2. (κατ επέκτ.) ο πρόσφατος νεοελλ. 1. (ειδικά) (για νομίσματα) αυτός που κόπηκε πρόσφατα για να μπει στην κυκλοφορία ή έχει μπει πρόσφατα στην κυκλοφορία 2.… …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… …   Dictionary of Greek

  • ιδρώτας — Υγρό που εκκρίνεται από ορισμένους αδένες (τους λεγόμενους ιδρωτοποιούς), οι οποίοι βρίσκονται σε όλες τις δερματικές περιοχές και το εκχέουν στην επιφάνεια του δέρματος. Η έκκριση του ι. ποικίλλει σημαντικά ανάμεσα στα άτομα. Είναι μεγαλύτερη… …   Dictionary of Greek

  • σκυτάλη — Είδος μικρού ραβδιού, που τη χρησιμοποιούσαν ιδιαίτερα στην αρχαία Σπάρτη οι έφοροι για την αποστολή των μυστικών μηνυμάτων τους στο εξωτερικό, σε στρατηγούς, βασιλιάδες και άλλους επίσημους. Τύλιγαν μια στενή άσπρη δερμάτινη ταινία γύρω από ένα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”