- μεσό-χθων
μεσό-χθων, ονος, mittelländisch, D. Hal. 1, 49.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεσό-χθων, ονος, mittelländisch, D. Hal. 1, 49.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κραταιόχθων — κραταιόχθων, ὁ, ἡ (Α) αυτός που κυριαρχεί στη γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κραταιός + χθών, χθονός «γη» (πρβλ. αυτό χθων, μεσό χθων)] … Dictionary of Greek
τηλέχθων — ονος, ὁ, ἡ, Α (για τόπο) πολύ μακρινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε) * + χθων (< χθών, χθονός «γη»), πρβλ. μεσό χθων) … Dictionary of Greek
κομίζω — (AM κομίζω) φέρω, μεταφέρω, κουβαλώ («σφέα ἐκόμισάν τε καὶ ἱδρύσαντο τῆς σφετέρης χώρης ἐς τὴν μεσόγαιαν», Ηρόδ.) αρχ. 1. περιποιούμαι κάποιον («οὐδέ νυ τόν γε [παῑδα] γηράσκοντα κομίζω», Ομ. Ιλ.) 2. φιλοξενώ («κομίζεται αὐτῆν εἰς τὴν οἰκίαν»,… … Dictionary of Greek
κούφος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 2 κάτ.) του νομού Χαλκιδικής. Βρίσκεται στη νοτιοδυτική ακτή της χερσονήσου της Σιθωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τορώνης. Έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός. 2. Πεδινός… … Dictionary of Greek
στόχος — ο, ΝΜΑ σημείο ή αντικείμενο προς το οποίο σκοπεύει, κατευθύνει τη βολή τού όπλου του κάποιος, σημάδι νεοελλ. 1. σκοπός, επιδίωξη 2. πρόσωπο ή αντικείμενο προς το οποίο κατευθύνεται μια ενέργεια («έγινε στόχος άδικων επικρίσεων και συκοφαντιών») 3 … Dictionary of Greek