- μεσ-όφθαλμος
μεσ-όφθαλμος, mit Augen von mittlerer Größe, Procl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεσ-όφθαλμος, mit Augen von mittlerer Größe, Procl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεσόφθαλμος — μεσόφθαλμος, ον (Α) αυτός που έχει οφθαλμούς μέτριου μεγέθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + ὀφθαλμός (πρβλ. κοντ όφθαλμος)] … Dictionary of Greek
σχίζω — ΝΜΑ, και σκίζω Ν 1. διανοίγω, κόβω κάτι κατά μήκος, συνήθως με βίαιο τρόπο, χωρίζω σε δύο ή περισσότερα τμήματα (α. «σχίζω ξύλα για το τζάκι» β. «τῶν δὲ Μένωνος στρατιωτῶν ξύλα σχίζων τις», Ξεν.) 2. μτφ. διέρχομαι μέσα από κάτι με μεγάλη ταχύτητα … Dictionary of Greek
κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… … Dictionary of Greek