μεσό-τομος

μεσό-τομος

μεσό-τομος, in der Mitte durchgeschnitten, getheilt, κάλαμοι, das in der Mitte gespaltene Schreibrohr, Damochar. 2 (VI, 65), in der poetischen Form μεσσότομος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νεήτομος — νεήτομος, ον (Α) αυτός που ευνουχίστηκε πρόσφατα ή κατά τη νεότητά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)* + τομος (< τόμος < τέμνω) πρβλ. ημί τομος, μεσό τομος. Το η τού τ. (αντί νεότομος) οφείλεται σε μετρικούς λόγους για την αποφυγή τών αλλεπάλληλων… …   Dictionary of Greek

  • ωμότομος — ον, ΜΑ αυτός που έχει κοπεί πρόωρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + τομος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. μεσό τομος] …   Dictionary of Greek

  • ορθότομος — ὀρθότομος, ον (Μ) αυτός που έχει εξηγηθεί σωστά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + τομος (< τέμνω), πρβλ. μεσό τομος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημ.] …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • μεσότομος — μετότομος, ποιητ. τ. μεσσότομος, ον (Α) ο κομμένος στο μέσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + τόμος (< τέμνω), πρβλ. λαιμό τομος (για τον τ. με δύο σσ βλ. λ. μέσος] …   Dictionary of Greek

  • τέμνω — (I) ΝΜΑ, και τέμω και επικ. και ιων. και δωρ. τ. τάμνω Α 1. κόβω, σχίζω, τεμαχίζω (α. «τέμνοντα όργανα» β. «τοιοῡτον τμήμα τέμνεται τὸ τεμνόμενον, οἷον τὸ τέμνον τέμνει;», Πλάτ.) 2. (για ποταμό ή οροσειρά) διαιρώ, χωρίζω (α. «η οροσειρά τέμνει… …   Dictionary of Greek

  • κώδικας — Χειρόγραφο βιβλίο το οποίο χρησιμοποιούσαν κυρίως πριν από την εφεύρεση της τυπογραφίας. Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη caudex (αργότερα codex), που αρχικά σήμαινε κορμό δέντρου και γενικότερα ξύλο, και κατέληξε να δηλώνει κατά τη ρωμαϊκή …   Dictionary of Greek

  • κριτική — Η νοητική ενέργεια του χαρακτηρισμού και της εκλογής και, γενικά, της κρίσης. Κοινή σε όλους τους ανθρώπους ως πρωταρχική ιδιότητα της νόησης, η κ. ασκείται σε κάθε αντικείμενο της γνώσης και, μεταξύ άλλων, στην τεχνική και στα προϊόντα των… …   Dictionary of Greek

  • διαφωτισμός — Ιδεολογικό και πολιτιστικό κίνημα του 18ου αι., που επεκτάθηκε σχεδόν σε όλους του κύκλους των πνευματικών ανθρώπων της Ευρώπης, αλλά είχε τα κέντρα ακτινοβολίας του και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του αρχικά στην Αγγλία και αργότερα κυρίως… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Εφταλιώτης, Αργύρης — (Μόλυβος, Λέσβος 1849 – Αντίμπ, Γαλλία 1923).Φιλολογικό ψευδώνυμο του ποιητή και συγγραφέα Κλεάνθη Μιχαηλίδη. Σε ηλικία 17 ετών διαδέχτηκε τον πατέρα του στη διεύθυνση του λυκείου στη γενέτειρά του. Σύντομα όμως ξενιτεύτηκε για να ασχοληθεί με το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”