μεσότης — central position fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσοτήτων — μεσότης central position fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσότησι — μεσότης central position fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσότησιν — μεσότης central position fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσότητα — μεσότης central position fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσότητας — μεσότης central position fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσότητες — μεσότης central position fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσότητι — μεσότης central position fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσότητος — μεσότης central position fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσότητα — η (ΑM μεσότης) [μέσος] 1. η ιδιότητα τού μέσου, το να βρίσκεται κάτι στο μέσο άλλων δύο, η μεσαία ή κεντρική θέση, το κέντρο («χώρας τε καὶ ἄστεος μεσότητας», Πλάτ.) 2. μαθημ. ο μέσος όρος μιας αναλογίας («τὰ δὲ στερεὰ μία μὲν οὐδέποτε, δύο δὲ… … Dictionary of Greek
ДОБРОДЕТЕЛЬ — фундаментальная философско богословская категория, обозначающая ценностно значимый аспект духовно нравственного совершенства человека. Слово «Д.», появившееся, вероятно, как калька с греч. термина καλοποιΐα (Lexikon zur Byzantinischen Gräzität /… … Православная энциклопедия