μιστύλλω

μιστύλλω

μιστύλλω, zerstückeln, das Fleisch in Stücke zerschneiden, bei Hom. immer von dem Fleisch, welches gebraten werden soll, μίστυλλόν τ' ἄρα τἄλλα καὶ ἀμφ' ὀβελοῖσιν ἔπειραν, Il. 1, 465 u. öfter; Clidem. bei Ath. XIV, 660 a u. sp. D. Auch hiervon wird die andere Schreibung μυστίλλω erwähnt (s. die Vorigen). Gewöhnlich führt man es auf ΜΙΩ, = μινύϑω, zurück. Verwandt ist wohl μίτυλος, μύτιλος, mutilus.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μιστύλλω — (Α) κόβω σε μικρά τεμάχια, κατακόβω, κομματιάζω, λειανίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ., πιθ. μετονοματικό παράγωγο ενός αμάρτυρου επιθ. *μιστύλος «κομματιασμένος, τεμαχισμένος» (πρβλ. στωμύλος: στωμύλλω, καμπύλος: καμπύλλω) αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία… …   Dictionary of Greek

  • μιστύλλω — μίστυλλον piece of meat neut nom/voc/acc dual μίστυλλον piece of meat neut gen sg (doric aeolic) μιστύλλω cut up pres subj act 1st sg μιστύλλω cut up pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιστυλλομένων — μιστύλλω cut up pres part mp fem gen pl μιστύλλω cut up pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιστυλλόντων — μιστύλλω cut up pres part act masc/neut gen pl μιστύλλω cut up pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιστύλλοντα — μιστύλλω cut up pres part act neut nom/voc/acc pl μιστύλλω cut up pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιστύλλουσι — μιστύλλω cut up pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) μιστύλλω cut up pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μίστυλλε — μιστύλλω cut up pres imperat act 2nd sg μιστύλλω cut up imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμίστυλλον — μιστύλλω cut up imperf ind act 3rd pl μιστύλλω cut up imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιστῦλαι — μιστύλλω cut up aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιστύλλειν — μιστύλλω cut up pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μιστύλλεσθαι — μιστύλλω cut up pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”