μιστύλλω — (Α) κόβω σε μικρά τεμάχια, κατακόβω, κομματιάζω, λειανίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ., πιθ. μετονοματικό παράγωγο ενός αμάρτυρου επιθ. *μιστύλος «κομματιασμένος, τεμαχισμένος» (πρβλ. στωμύλος: στωμύλλω, καμπύλος: καμπύλλω) αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία… … Dictionary of Greek
μιστύλλω — μίστυλλον piece of meat neut nom/voc/acc dual μίστυλλον piece of meat neut gen sg (doric aeolic) μιστύλλω cut up pres subj act 1st sg μιστύλλω cut up pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιστυλλομένων — μιστύλλω cut up pres part mp fem gen pl μιστύλλω cut up pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιστυλλόντων — μιστύλλω cut up pres part act masc/neut gen pl μιστύλλω cut up pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιστύλλοντα — μιστύλλω cut up pres part act neut nom/voc/acc pl μιστύλλω cut up pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιστύλλουσι — μιστύλλω cut up pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) μιστύλλω cut up pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίστυλλε — μιστύλλω cut up pres imperat act 2nd sg μιστύλλω cut up imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμίστυλλον — μιστύλλω cut up imperf ind act 3rd pl μιστύλλω cut up imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιστῦλαι — μιστύλλω cut up aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιστύλλειν — μιστύλλω cut up pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιστύλλεσθαι — μιστύλλω cut up pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)