πόρθημα, τό, das Zerstörte, Plut. Sull. 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πόρθημα — τὸ, Α [πορθώ] 1. εκπόρθηση πόλης 2. λεηλασία, λαφυραγωγία … Dictionary of Greek
πορθήμασι — πόρθημα neut dat pl πόρθησις sack neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)