- μερίς
μερίς, ίδος, ἡ, Theil, Antheil, ἀφ' ἑκατέρας τῆς μερίδος, Plat. Soph. 266 a, vgl. Legg. III, 692 b. – a) Antheil am Essen, Portion, Gericht; αὐτὸς ἔϑυσεν εὐαγγέλια καὶ διέπεμψε μερίδας τοῖς φίλοις ἀπὸ τῶν τεϑυμένων, Plut. Agesil. 17; πρὸς μερίδας δειπνεῖν, portionenweis oder einzeln speisen, so daß jeder Gast seine besondere Schüssel erhält, vgl. Plut. Symp. 2, 10, 2; Ath. I, 27 u. Dem. 43, 82; auch Antheil an Bergwerken, 12, 3. – b) Spaltung, Theilung der Bürger, Partei; τρεῖς πολιτῶν μερίδες, Eur. Suppl. 238; τῆς ποίας μερίδος γενέσϑαι τὴν πόλιν ἐβούλετ' ἄν, Dem. 18, 64; vgl. Men. Stob. fl. 96, 20 u. Plut. Pomp. 65; auch wie μέρος, Klasse, εἰς τὴν τῶν πολεμίων μερίδα μετατίϑησι, de Her. malign. 36. – c) übertr., Hülfe, Beistand; μεγάλη τοῖς ἀδικοῦσι μερὶς καὶ πλεονεξία ἡ τῶν ὑμετέρων τρόπων πραότης, Dem. 21, 184; auch μ. εἰς σωτηρίαν, ib. 70; ὁ καιρὸς ἐν πᾶσι μεγάλην ἔχει μερίδα πρὸς τὰς ἐπιβολάς, Pol. 10, 43. Selbst von Personen, Damaget. 12; Tymn. 4 (VII, 355. 433).
http://www.zeno.org/Pape-1880.