μερμνός

μερμνός

μερμνός, , eine Falkenart, Ael. H. A. 12, 4; bei Hesych. μέρμνης, τρίορχος, vgl. τριόρχης.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μέρμνος — και μέρμνης, ὁ (Α) 1. είδος γερακιού 2. (κατά τον Ησύχ.) «μέρμνης τρίορχος». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. με λυδική προέλευση (πρβλ. ονομ. λυδικής δυναστείας Μερμνάδαι). Η σύνδεση τής λ. με το ανθρωπωνύμιο Μάρμαξ (και Βάρδαξ) και με τη λ.… …   Dictionary of Greek

  • μέρμνον — μέρμνος hawk masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέρμνου — μέρμνος hawk masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέρμνων — μέρμνος hawk masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέρμνης — μέρμνης, ὁ (Α) βλ. μέρμνος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”