μεριμνήτρια

μεριμνήτρια

μεριμνήτρια, , fem. zu μεριμνητής, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μεριμνητής — μεριμνητής, ὁ (ΑM Α θηλ. μεριμνήτρια) [μεριμνώ] αυτός που μεριμνά, που νοιάζεται αρχ. 1. ερευνητής («σοφούς... και μεριμνητὰς λόγων», Ευρ.) 2. μαθητής 3. (κατά τον Ησύχ.) «μεριμνηταί οἱ φιλόσοφοι» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”