- μεριμνηματικός
μεριμνηματικός, die Sorgen betreffend, Artemidor. 1, 6, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεριμνηματικός, die Sorgen betreffend, Artemidor. 1, 6, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεριμνηματικός — μεριμνηματικός, ή, όν (Α) [μερίμνημα] 1. αυτός που προκαλεί μέριμνα, ανησυχία 2. αυτός που προκαλείται από μέριμνες, που οφείλεται σε μέριμνες («μεριμνηματικὰ ὄνειρα», Αρτεμίδ.) … Dictionary of Greek