- μερικός
μερικός, zum Theile gehörig, theilweise, gesondert, D. L. 2, 87 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μερικός, zum Theile gehörig, theilweise, gesondert, D. L. 2, 87 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μερικός — partial masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μερικός — ή, ό (ΑM) μερικός, ή, όν) [μέρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μέρος ενός συνόλου, ο επιμέρους, ο ειδικός, σε αντιδιαστολή προς τον γενικό (α. «η εισήγηση ήταν καλή, σε μερικά ζητήματα όμως ήταν πολύ ασαφής» β. «ἐξήτασε τὰς μερικὰς… … Dictionary of Greek
μερικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει στο μέρος ενός όλου: Τον χειρούργησαν με μερική νάρκωση. 2. στον πληθ., μερικοί, ές, ά ορισμένοι, κάποιοι: Μερικά παιδιά είναι ατίθασα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μερικά — μερικός partial neut nom/voc/acc pl μερικά̱ , μερικός partial fem nom/voc/acc dual μερικά̱ , μερικός partial fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μερικώτερον — μερικός partial adverbial comp μερικός partial masc acc comp sg μερικός partial neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μερικωτάτων — μερικός partial fem gen superl pl μερικός partial masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μερικωτέραις — μερικός partial fem dat comp pl μερικωτέρᾱͅς , μερικός partial fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μερικωτέρων — μερικός partial fem gen comp pl μερικός partial masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μερικῶν — μερικός partial fem gen pl μερικός partial masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μερικόν — μερικός partial masc acc sg μερικός partial neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μερικώτατα — μερικός partial adverbial superl μερικός partial neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)