- μεριτεύομαι
μεριτεύομαι, unter sich theilen, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεριτεύομαι, unter sich theilen, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεριτεύομαι — (Α) [μερίτης] μοιράζομαι κάτι με άλλους … Dictionary of Greek
μεριτεύονται — μεριτεύομαι divide among themselves pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεριτεία — μεριτεία, ἡ (Α) [μεριτεύομαι] 1. διανομή ιδιοκτησίας, μοιρασιά περιουσίας 2. (κατά τον Ησύχ.) «μεριδαρχία» … Dictionary of Greek