- μεριστής
μεριστής, ὁ, der Theiler, N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεριστής, ὁ, der Theiler, N. T.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεριστής — μεριστής, ὁ θηλ. μερίστρια ΑM [μερίζω] 1. αυτός που χωρίζει, που διαιρεί 2. αυτός που διανέμει κάτι·|| αρχ. μέτοχος … Dictionary of Greek
μεριστής — divider masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεριστῆς — μεριστός divided fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μερισταῖς — μεριστής divider masc dat pl μεριστός divided fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μερισταί — μεριστής divider masc nom/voc pl μεριστός divided fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεριστοῦ — μεριστής divider masc gen sg μεριστός divided masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεριστῇ — μεριστής divider masc dat sg (attic epic ionic) μεριστός divided fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεριστήν — μεριστής divider masc acc sg (attic epic ionic) μεριστός divided fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεριστῶν — μεριστής divider masc gen pl μεριστός divided fem gen pl μεριστός divided masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεριστά — μεριστά̱ , μεριστής divider masc nom/voc/acc dual μεριστής divider masc voc sg μεριστής divider masc nom sg (epic) μεριστός divided neut nom/voc/acc pl μεριστά̱ , μεριστός divided fem nom/voc/acc dual μεριστά̱ , μεριστός divided fem nom/voc sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεριστάν — μεριστά̱ν , μεριστής divider masc acc sg (epic doric aeolic) μεριστής divider masc acc sg μεριστά̱ν , μεριστός divided fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)