μεριστός

μεριστός

μεριστός, getheilt, theilbar, Plat. Tim. 35 a Parm. 131 c.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μεριστός — divided masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεριστός — ή, ό (ΑM μεριστός, ή, όν) [μερίζω] 1. αυτός που έχει διαιρεθεί, που έχει μοιραστεί 2. αυτός που μπορεί να διαιρεθεί, που υπόκειται σε διαίρεση, διαιρετός («μεριστὴ ἡ ψυχὴ ἢ ἀμερής», Αριστοτ.) αρχ. φρ. α) «μεριστὴ δημιουργία» η επιμέρους… …   Dictionary of Greek

  • μεριστότερον — μεριστός divided adverbial comp μεριστός divided masc acc comp sg μεριστός divided neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεριστόν — μεριστός divided masc acc sg μεριστός divided neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεριστοτάτῳ — μεριστός divided masc/neut dat superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεριστοῖς — μεριστός divided masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεριστοί — μεριστός divided masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεριστούς — μεριστός divided masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεριστᾶς — μεριστός divided fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεριστῆς — μεριστός divided fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεριστή — μεριστός divided fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”