δύνασις

δύνασις

δύνασις, , p. = δύναμις; Pind. P. 4, 238. 5, 117; Soph. Ant. 600 u. 941, im chor.; Eur. Ion 1012 Andr. 483.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δύνασις — δύνασις, η (Α) δύναμη* …   Dictionary of Greek

  • δύνασις — pro virili parte fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυνάσει — δύνασις pro virili parte fem nom/voc/acc dual (attic epic) δυνάσεϊ , δύνασις pro virili parte fem dat sg (epic) δύνασις pro virili parte fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυνάσηι — δύνασις pro virili parte fem dat sg (epic) δῡνά̱σῃ , δύω 2 cause to sink aor part act fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δύνασιν — δύνασις pro virili parte fem acc sg δύ̱νᾱσιν , δύω 2 cause to sink aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδυνασία — ἀδυνασία, η (Α) 1. σωματική αδυναμία, ατονία, εξάντληση 2. έλλειψη ικανότητας, ανικανότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δύνασις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”