- πόρνη
πόρνη, ἡ, Hure, feile Dirne, fem. von πόρνος; Archil. 26; Ar. Ach. 1056 Plut. 243 u. öfter; Ath. oft; ἄνϑρωπος, Lys. 4, 9; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πόρνη, ἡ, Hure, feile Dirne, fem. von πόρνος; Archil. 26; Ar. Ach. 1056 Plut. 243 u. öfter; Ath. oft; ἄνϑρωπος, Lys. 4, 9; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πόρνη — harlot fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόρνῃ — πόρνη harlot fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόρνη — η, ΝΜΑ γυναίκα που προσφέρει σε άνδρες το σώμα της για σαρκική ηδονή έναντι χρηματικής αμοιβής, ιερόδουλος, εταίρα, πουτάνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Η λ. πόρ νη παράγεται από θ. πορ τού ρ. πέρνημι* «πουλώ» (με ανώμαλο φωνηεντισμό ο ), το οποίο πιθ. μπορεί… … Dictionary of Greek
πόρνη — η 1. γυναίκα που παραδίνεται με αμοιβή σε άντρες. 2. μτφ., γυναίκα ανήθικη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πόρναι — πόρνη harlot fem nom/voc pl πόρνᾱͅ , πόρνη harlot fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόρνηι — πόρνῃ , πόρνη harlot fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ραάβ — Πόρνη που κατοικούσε στην Ιεριχώ, στο σπίτι της οποίας κατέλυσαν οι δυο κατάσκοποι που έστειλε ο Ιησούς του Ναυή από τη Σατίν για να κατασκοπεύσουν την πόλη. Όταν ο βασιλιάς της Ιεριχούς τους καταζητούσε για να τους συλλάβει, η Ρ. τους έκρυψε στο … Dictionary of Greek
πορνέων — πόρνη harlot fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορνῶν — πόρνη harlot fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόρναις — πόρνη harlot fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόρναισι — πόρνη harlot fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)