- βαύκαλις
βαύκαλις, ἡ, ein irdenes Gefäß zum Abkühlen des Wassers od. Weins, Nicarch. 34 (XI, 244); vgl. Ath. XI, 784 b u. καύκαλις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαύκαλις, ἡ, ein irdenes Gefäß zum Abkühlen des Wassers od. Weins, Nicarch. 34 (XI, 244); vgl. Ath. XI, 784 b u. καύκαλις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαύκαλις — ( ιδος), η (Α) πήλινη ή χάλκινη στάμνα με στενό λαιμό, ειδική για να κρυώνει νερό ή κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. βαυκάλιον) … Dictionary of Greek
βαύκαλις — vessel for cooling wine fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαυκάλει — βαύκαλις vessel for cooling wine fem nom/voc/acc dual (attic epic) βαυκάλεϊ , βαύκαλις vessel for cooling wine fem dat sg (epic) βαύκαλις vessel for cooling wine fem dat sg (attic ionic) βαυκαλάω lull to sleep pres imperat act 2nd sg (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαυκαλίων — βαύκαλις vessel for cooling wine fem gen pl (epic doric ionic aeolic) βαυκάλιον narrow necked vessel neut gen pl βαυκαλάω lull to sleep pres part act masc nom sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαυκάλης — βαύκαλις vessel for cooling wine fem nom/voc pl (doric aeolic) βαυκάλη cradle fem gen sg (attic epic ionic) βαυκαλάω lull to sleep pres ind act 2nd sg βαυκαλάω lull to sleep imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαύκαλιν — βαύκαλις vessel for cooling wine fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Pokal (Trinkgefäß) — Münzpokal Ein Pokal (von italienisch boccale „bauchiges Trinkgefäß“, zurückgehend auf altgriechisch bá͞ukalis (βαύκαλις) „Wein bzw. Wasser kühlendes Gefäß“[1][2]) ist ein Trinkgefäß, dessen Schale (Kuppa) vom Fuß durch einen eigenen Scha … Deutsch Wikipedia
bocal — I (Del bajo lat. baucalis < gr. baukalis, auca, jarro.) ► sustantivo masculino ENOLOGÍA Jarra de boca ancha que se usa para sacar el vino de las tinajas. II (Derivado de boca.) ► sustantivo masculino 1 GEOGRAFÍA Entrada estrecha y larga a un… … Enciclopedia Universal
BAUCALIS — Graece βαυκάλις, cognomen Alexandri cuiusdam Presbyteri, apud Philostorgium l. 1. c. 4. sic dicta διὰ τὸ σαρκὸς ὑπερτραφοῦς ὄγκου ὑπὸ τῶ μεταφρένων αὐτοῦ σεσωρευμένον, ἄγτους ὁςτρακίνου ἐκμιμεῖςθαι χῆμα, ἅπερ οὖν Βαυκάλας ἐπιχωρίως Α᾿λεξανδρεῖς… … Hofmann J. Lexicon universale
βαυκάλιον — και καυκάλιον, το (AM) μικρή πήλινη ή γυάλινη στάμνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Υποστηρίχθηκε ότι πρόκειται για τ. αιγυπτιακής προελεύσεως, ενώ κατ άλλους τα βαυκάλιον και βαύκαλις υποκατέστησαν στην καθημερινή γλώσσα τη λ. ψυκτήρ και… … Dictionary of Greek
μπουκάλι — το γυάλινη φιάλη με στενό λαιμό, μποτίλια για υγρά, ιδίως για ποτά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. βεν. bocal < ιταλ. boccale < λατ. baucalis < ελλ. βαύκαλις «δοχείο»] … Dictionary of Greek