ναύτης

ναύτης

ναύτης, , der Schiffsmann, Schiffer, Seefahrer; πῶς δέ σε ναῦται ἤγαγον εἰς Ἰϑάκην, Od. 1, 171, öfter; Hes. u. Pind., ναυτᾶν ἄωτος sind die Argonauten, P. 4, 188; πεζὸς ἢ ναύτης, Aesch. Pers. 705, öfter, wie Soph.; auch μή μ' ἄγειν ναύτην, auf dem Schiffe, Phil. 901, Suid. erkl. ἐπιβάτης; – Eur. ναύταν ὅμιλον, Hec. 921, öfter; u. in Prosa, wo damit bes. die Matrosen, Ruderknechte bezeichnet werden; διὰ τἠν τῶν κυβερνητῶν καὶ ναυτῶν μοχϑηρίαν, Plat. Polit. 302 a; ναύτας ὁπλίσας, Xen. Hell. 1, 1, 16; κατέγραφον ναύτας, Pol. 1, 49, 2.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ναύτης — seaman masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναύτης — ο (ΑΜ ναύτης, Α θηλ. ναύτρια, Μ και νάπτης) αυτός που ταξιδεύει με πλοίο και εργάζεται σε αυτό αποτελώντας μέλος τού πληρώματός του, σε αντιδιαστολή με τους βαθμοφόρους, και εκτελεί, κυρίως, ναυτικές εργασίες («διὰ τὴν τῶν κυβερνητῶν και ναυτῶν… …   Dictionary of Greek

  • ναύτης — ο 1. μέλος του πληρώματος πλοίου. 2. απλός ναύτης χωρίς βαθμό, αλλ. εργάτης της θάλασσας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ναῦτα — ναύτης seaman masc voc sg ναύτης seaman masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυτᾶν — ναύτης seaman masc gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυτέων — ναύτης seaman masc gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυτῶν — ναύτης seaman masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναῦται — ναύτης seaman masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναύταις — ναύτης seaman masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναύταισι — ναύτης seaman masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναύταισιν — ναύτης seaman masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”