δύ-στηνος

δύ-στηνος

δύ-στηνος, ον, dor. δύστᾱνος, unglücklich, jammervoll, elend. Ableitung unsicher, vgl. ἄστηνος. Bei Homer öfters, aber nur von Menschen: Nominat. δύστηνος mehrmals, als femin. Iliad. 22, 477; gen. δυστήνοιο Odyss. 11, 76; accus. δύστηνον öfters, Odyss. 17, 10 τὸν ξεῖνον δύστηνον, Scholl. Aristonic. (ἡ διπλῆ) πρὸς τὴν τοῦ ἄρϑρου μετάϑεσιν. ὅμοιόν ἐστι τῷ »οὔτε τὰ τεύχεα καλά (Iliad. 21, 317)«, vgl. Scholl. Aristonic. Iliad. 21, 317; vocativ. ὦ δύστηνε Odyss. 10, 281. 11, 80. 93; dativ. plural. δυστήνοισι μετ' ἀνδρασιν Iliad. 17. 445; genit. plural. Iliad. 6, 127. 21, 151 δυστήνων δέ τε παῖδες ἐμῷ μένει ἀντιόωσιν, zu verstehen wie υἷες Ἀχαιῶν, nicht allein die Aeltern sind δύστηνοι, sondern auch und grade besonders die Söhne selbst, vgl. Scholl. Iliad. 6, 127. – Folgende: Pind. P. 4, 268 μόχϑον δύστανον; häufig bei Tragg., gew. von Menschen; ϑέρος Aesch. Ag. 1640; τινός, in etwas, Aesch. Pers. 873 u. Eur. Troad. 112; mit der Nebenbedeutung dersittlichen Verworfenheit, unselig, Soph. El. 126; λόγοι Eur. Herc. Fur. 1346; ὄνειρος Ar. Ran. 1328; seltener in Prosa, λογάρια δ. Dem. 19, 255; πάϑος D. Hal. 6, 20; Plut. Ant. 84. – Adv., δυστήνως, superlat. δυστηνοτάτως, Eur. Suppl. 991.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στήνος — ους, τὸ, Α βλ. στένος …   Dictionary of Greek

  • στένος — Όνομα δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (45 κάτ., υψόμ. 500 μ.) στην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Παγκρατίου. 2. Παράλιος οικισμός (5 κάτ., υψόμ. 30 μ.), στην επαρχία Παρνασσίδας του νομού Φωκίδας.… …   Dictionary of Greek

  • στήθος — το, ΝΜΑ, και στήθι και αστήθι Ν, και στᾱθος Α 1. το πρόσθιο τμήμα τού θώρακα τού ανθρώπου και τών ζώων (α. «τραβούν γυναίκες τα μαλλιά, δέρνουν τ άσπρα τους στήθια», δημ. τραγούδι β. «κατὰ τὸ στῆθος ὁμοίως ἁπάντων τῶν ζώων», Αριστοτ.) 2. στον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”