- δύ-στατος
δύ-στατος, schlecht stehend?
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δύ-στατος, schlecht stehend?
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στατός — placed masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στατός — ή, όν, Α 1. αυτός που έχει σταθεί σε κάποιο σημείο, που δεν κινήθηκε ή δεν κινείται (α. «στατὸν ὕδωρ» στάσιμο νερό, Σοφ. β. «στατὸς ἵππος» ίππος που έχει μείνει για μακρό χρονικό διάστημα μέσα στον στάβλο, Ομ. Ιλ.) 2. αφιερωμένος, ανατεθειμένος… … Dictionary of Greek
στάτος — Α (κατά τον Ησύχ.) «σκάφη, ἄλλοι δὲ τὰς πέντε μνᾱς». [ΕΤΥΜΟΛ. < στατός, με αναβιβασμό τού τόνου] … Dictionary of Greek
στατά — στατός placed neut nom/voc/acc pl στατά̱ , στατός placed fem nom/voc/acc dual στατά̱ , στατός placed fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στατῶν — στατός placed fem gen pl στατός placed masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στατόν — στατός placed masc acc sg στατός placed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στατοῖς — στατός placed masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στατοῖσι — στατός placed masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στατοί — στατός placed masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στατοῦ — στατός placed masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στατούς — στατός placed masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)