- δύ-σπλαγχνος
δύ-σπλαγχνος, hartherzig, v. l. Aesch. Prom. 902.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δύ-σπλαγχνος, hartherzig, v. l. Aesch. Prom. 902.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπλάγχνος — τὸ, Μ βλ. σπλάχνος … Dictionary of Greek
θρασύσπλαγχνος — θρασύσπλαγχνος, ον (Α) γενναιόκαρδος, άφοβος. επίρρ... θρασυσπλάγχνως (Α) επίρρ. άφοβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + σπλαγχνος < σπλάγχνα (πρβλ. εύ σπλαγχνος, μεγαλό σπλαγχνος)] … Dictionary of Greek
κακόσπλαγχνος — κακόσπλαγχνος, ον (Α) μικρόψυχος, δειλός, άνανδρος. επίρρ... κακοσπλάγχνως (Μ) άνανδρα, δειλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + σπλαγχνος (< σπλάγχνον), πρβλ. βαρύ σπλαγχνος, θρασύ σπλαγχνος] … Dictionary of Greek
χαλκόσπλαγχνος — ον, Α μτφ. σκληρόκαρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + σπλαγχνος (< σπλάγχνον), πρβλ. θρασύ σπλαγχνος, μεγαλό σπλαγχνος] … Dictionary of Greek
μεγαλόσπλαγχνος — μεγαλόσπλαγχνος, ον (Α) 1. αυτός που έχει μεγάλο το υπογάστριο 2. αυτός που έχει μεγάλα σπλάγχνα 3. αυτός που προκαλεί εξόγκωση στα σπλάγχνα («οἶνος μεγαλόσπλαγχνος σπληνὸς καὶ ἥπατος», Ιπποκρ.) 4. μεγαλόψυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + σπλάγχνα … Dictionary of Greek
περίσπλαγχνος — ον, Α μεγαλόψυχος, μεγαλόκαρδος («περίσπλαγχνος Λαέρτης», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σπλαγχνος (< σπλάγχνον), πρβλ. ά σπλαγχνος] … Dictionary of Greek
πολύσπλαγχνος — ον, ΜΑ πολύ ευσπλανχνικός, πολυεύσπλανχνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σπλαγχνος (< σπλάγχνα «καρδιά»), πρβλ. μεγαλό σπλαγχνος] … Dictionary of Greek
μικρόσπλαγχνος — μικρόσπλαγχνος, ον (Α) αυτός που έχει μικρά σπλάγχνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + σπλάγχνα (πρβλ. εύ σπλαγχνος)] … Dictionary of Greek
ομόσπλαγχνος — ὁμόσπλαγχνος, ον (Α) αυτός που γεννήθηκε από τα ίδια σπλάγχνα με κάποιον άλλο, ομογάστριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + σπλάγχνα (πρβλ. εύ σπλαγχνος)] … Dictionary of Greek